ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ

Θυμάσαι τη λέξη “μόνος” …..?

Θυμάσαι τότε που η λέξη «μόνος» ήταν το ζητούμενο; Τότε σε νεαρή ηλικία που ήθελες να κοιμάσαι μόνος, να κλαις μόνος, να κάνεις βόλτα μόνος; Εφηβεία ήταν; Πότε ήταν; Είχε άλλη μορφή η λέξη μόνος, δεν είχε τρόμο. Τώρα λες «είμαι μόνος» μα νιώθεις μισός λες και σε κόψανε σαν κούτσουρο από το δέντρο, λες «μόνος», άλλοτε σαν ευχή κι άλλοτε κατάρα σαν θάνατος μικρός.

Μας λείψανε οι καθρέπτες που λένε αλήθειες γιατί μάθαμε ή να στολίζουμε το θαμπό γυαλί τους ή να τους σπάμε πριν σταθούμε γυμνοί μπροστά τους. Μα όχι που να πάρει! Μόνος δεν υπάρχει γιατί πάντα είσαι εσύ και κάποιος ακόμα. Εσύ και ο άλλος σου εαυτός, εσύ και ο παραπονιάρης σου εαυτός, εσύ και κάποιος άλλος εαυτός. Όχι δεν είμαστε ψυχοπαθείς. Καθρεφτάκι κρατάμε από τη κοιλιά.

Τα νεογέννητα δεν κλαίνε επειδή είδανε το φως, κλαίνε γιατί έχασαν καθρεφτάκια εκεί στον τοκετό. Γέμισε ο κόσμος καθρέπτες μετά χωρίς να τα ρωτήσουν τα κακόμοιρα πού θέλουν να σταθούν. Σε ποιους καθρέπτες, άλλους, μικρούς, μεγάλους, σε κάθε σχήμα, σε κάθε προοπτική. Όλη μας η ζωή τελείται σ’ ένα δωμάτιο στο παλιομοδίτικο χρεωκοπημένο λούνα-παρκ.

Όχι, θα ξαναβαπτιστώ. ΑΠΟΤΑΣΣΩ ΜΟΝΑΞΙΑ. Ποιος είναι ο εαυτός; Είναι εκείνη η μυρωδιά που αφήνεις στο δωμάτιο αφού φύγεις από αυτό και την ξαναβρίσκεις όταν μπεις κατάκοπη στο σπίτι. Όχι δεν είμαι ο λύκος που θα πεθάνει μόνος, είμαι πρόβατο μα δεν ψάχνω βοσκό να μου δείξει το δρόμο, ούτε να με βάλει σε μαντρί.

Μόνος δεν σημαίνει χαμένος, δεν είναι χασούρα στο τζόγο, δεν είναι μάθημα που με κόψανε από φτωχό λεξιλόγιο. Μόνος είναι καθρέπτες παντού, κι αν δεν τους έβαλε εκεί η μαμά σου, πάρε και βάλε τους τώρα εσύ. Βάλε λουλούδι στο βάζο να σου λέει καλημέρα χωρίς ήχο, κουβέρτα μισό- αφημένη στον καναπέ που θυμίζει πως είδες ταινία κι ας μην είχες αγκαλιά κανέναν.

Μόνος δεν σημαίνει μόνος αν ξέρεις να ερωτεύεσαι ξανά και ξανά χωρίς να σκορπίζεσαι ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ. Μόνος δεν υπάρχει γιατί κάθε μέρα θα αποτύχεις σε κάτι κι αυτό θα σου κρατάει παρέα. Ακόμη κι αυτό θα δείχνει ότι υπάρχεις. Μόνος, όχι. “Απεταξάμην”.