Πολλοί άνθρωποι έζησαν σε δωμάτια με πολλές καρέκλες. Έζησαν εκεί με ανθρώπους με φυσική παρουσία μα έλειπε ο,τι ήταν έμψυχο. Μάνα, πατέρας, σύζυγος, μπορεί κι Ένας ολόκληρος Θεός. Ένα δωμάτιο με τέρατα που τους έλειπε η ψυχή.
Έψαχνες να βρεις την αλήθεια να της δώσεις ζωή, να της βάλεις πνοή μα η ησυχία των τεράτων ήταν ανυπόφορη. Σαν ετοιμόρροπη γέφυρα που ακόμη και αν προσπαθήσεις να περάσεις, κάποιο μισό κομμένο σανίδι σε περιμένει να σε ρίξει στο γκρεμό γιατί έτσι κάνουν τα τέρατα, σε πετούν με μανία εκεί που δείχνουν να σε βοηθούν με θέρμη.
Φαντάσματα που γιορτάζουν στο αίσθημα της δικής σου ανυπαρξίας οι άνθρωποι που ενώ χαμογέλασαν όταν σε πρωτοείδαν, λυπήθηκαν που στάθηκες εμπρός τους. Αναρωτιέσαι αν αντέχει τόση κενότητα ο άνθρωπος εφόσον μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά από την πολυκοσμία ακόμη κι αν είσαι μόνον με έναν ακόμη. Αυτή είναι η επιτομή της αληθινής μοναξιάς. Μια βουβή πολυκοσμία που δεν την έφτασε ποτέ καμία άλλη. Σαν να αλληθωρίζεις όταν βλέπεις με τα μάτια σου αυτό που απαρνείται η ψυχή σου.
Τόσοι άνθρωποι τέρατα γιατί δεν ένιωσαν τίποτα παρά μόνο τη σάρκα. Χωρισμένοι, παντρεμένοι, χήροι, ελεύθεροι, όλοι έχουμε τον ίδιο κίνδυνο για την ίδια μοναξιά. Κίνδυνο για μοναξιά χωρίς άδειες καρέκλες. Νόμιζα πως η δυσκολία είναι ν’ αντέχεις τις άδειες καρέκλες μα έσφαλα. Το δύσκολο είναι να ταυτοποιείς τα φαντάσματα που κάθονται επάνω τους και κάπου εκεί. Μόλις το κάνεις, σ’ εγκαταλείπει η μοναξιά επειδή σε αφήνουν οι σκιές τους.