“Βλέπω νεκρούς” είχε πει το παιδάκι στην ταινία. Πόσο ταυτίστηκα! Όταν ήμουν 8 χρονών διαχώριζα τους ανθρώπους σε καλούς ή κακούς. Στα 14 είπα είναι χρήσιμοι ή άχρηστοι, στα 28 τους είδα σαν υγιείς ή νοσηρούς μα τώρα πια, στα 40 μου βλέπω μόνο ζωντανούς ή νεκρούς.
Δεν έχει άλλες γέφυρες ανάμεσα στις δύο πραγματικότητες. Μεγαλώσαμε πια. Περατώθηκαν οι επιλογές. Αγαπάς και κινείσαι ή φοβάσαι και αγαλματοποιείσαι. Δίνεσαι και ρευστοποιείσαι ή κρατιέσαι και πλαστικοποιείσαι.
Νεκρούς δε θα βρεις στα νεκροταφεία. Εκεί έχουν όλοι πάρει εισιτήριο χωρίς επιστροφή κι άφησαν το άρωμα τους εκεί. Ό,τι έμεινε είναι για εμάς να διαπραγματευτούμε με τις μνήμες τους. Τα μνημόσυνα δεν είναι για όποιον πέθανε, είναι για όποιον έμεινε ξωπίσω.
Το μεγαλύτερο νεκροταφείο το είδα σε μάνες που έκαναν παιδιά για μόστρα, που μεγάλωσαν παιδιά χωρίς να μεγαλώσουν ποτέ οι ίδιες, το είδα σε ξύλινα ομοιώματα ανθρώπων που χαμογελούν μα έκαναν τη ψυχή τους χοληδόχο κύστη γιατί τρέμουν τη σκιά τους.
Νεκρούς ανθρώπους βλέπω παντού όταν αντί να πουν συγγνώμη κρατούν σιγή εξυμνώντας τη δειλία τους βαπτίζοντάς την ψευτοσεβασμό. Νεκροί και οι επιφανειακοί που φόρεσαν το ψέμα σαν στολίδι στο λαιμό και δεν είδαν πόσο θα τους πνίξει στο τέλος η θηλιά.
Η αυτοκτονία της μιας νύχτας δεν είναι έγκλημα γιατί έχει θάρρος κι αξιοπρέπεια. Είναι η αυτοκτονία της κενότητας στο συναίσθημα που αποκτά βαρυποινίτες πελάτες χωρίς γιατρειά. Βλέπω νεκρούς μα πού να το πω και ποιος να με πιστέψει; Βλέπω να κινούνται αέρινα παντού μα όποιος είναι παντού δεν είναι πουθενά. Αν είσαι ζωντανός γίνεσαι λιμάνι και βάζεις άγκυρα. Άγκυρα ο εαυτός σου και λιμάνι η ζωή. Τους βλέπω ακόμη…