Η Σύμη είναι το όγδοο σε μέγεθος ελληνικό νησί του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων. Βρίσκεται 12 περίπου μίλια ΒΔ. της Ρόδου.
Το φυσικό της λιμάνι είναι ο Γιαλός, όπου γύρω του είναι κτισμένη η πόλη αμφιθεατρικά. Η Σύμη είναι τουριστικός προορισμός παγκοσμίου βεληνεκούς λόγω της αρχιτεκτονικής της. Ολόκληρη η Σύμη αλλά και τα νησάκια που βρίσκονται γύρω από αυτήν, κηρύχθηκαν αρχαιολογικοί χώροι από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, αφού περιλαμβάνουν 159 θέσεις -χώρους και μνημεία- που καταγράφουν την ιστορία της περιοχής από την προϊστορική εποχή ως τα νεώτερα χρόνια.
Τα σπίτια της, δίπατα και τρίπατα με δώμα, με αυλές, στρωμένες συχνά με βοτσαλωτά δάπεδα, σε θεματικά (καράβια, άγκυρες) και διακοσμητικά (μαίανδρος) motifs, με αετώματα ανάμεσα στις δίρριχτες κεραμιδένιες στέγες τους, μπαλκόνια με σιδεριές, εξωτερικούς τοίχους σοβατισμένους στο χρώμα της ώχρας ή σπανιότερα πέτρινους και καφετιά παραθυρόφυλλα, χωρίς να λείπουν οι ιώδεις ή βαθυπράσινες πόρτες.
Η Σύμη είναι γνωστή από τη μυθολογία. Στο νησί, σύμφωνα με την παράδοση γεννήθηκαν οι τρεις Χάριτες. Το σημερινό όνομά της το οφείλει, σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη, στη Νύμφη Σύμη, που κατά το μύθο ζευγάρωσε με τον Ποσειδώνα, θεό της θάλασσας. Καρπός του έρωτά τους υπήρξε ο Χθόνιος, που έγινε βασιλιάς των πρώτων κατοίκων του νησιού. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η Σύμη ήταν κόρη του Ιαλυσού και της Δώτιδας και ήταν η επώνυμη ηρωϊδα του νησιού. Τη Σύμη στην αρχαιότητα τη συναντάμε και με άλλες ονομασίες, όπως Καρική, Έλκουσα, Αίγλη και Μεταποντίς, οι οποίες όμως ήταν προγενέστερες. Πρώτοι κάτοικοι του νησιού θεωρούνται οι Κάρες και οι Λέλεγες, από τη γειτονική μικρασιατική ακτή.
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα του αναφέρει, ότι ο βασιλιάς της, ο Νηρεύς, οδήγησε στην Τροία τρία πλοία. Όταν ο Δίας έδιωξε τον Προμηθέα, γιο του Ιαπετού, αυτός ήρθε στη Σύμη και έμαθε στους κατοίκους πολλά πράγματα για να ζουν καλύτερα.
Μερικά ονόματα που αναφέρονται για τη Σύμη είναι, Καρίκη, Μεταποντίς, Αίγλη και Σύμη από το όνομα της συζύγου του Γλαύκου, που θεωρείται ο πρώτος κάτοικος στη γη αυτή. Εικάζεται ότι οι αρχικοί κάτοικοι της ήσαν οι Κάρες και οι Φοίνικες. Μετά ήρθαν οι Δωριείς.
Η ιστορία της στα μετέπειτα χρόνια είναι παράλληλη των υπολοίπων νησιών της Δωδεκανήσου. Έτσι πέρασε αρχικά στη Ρωμαϊκή κυριαρχία και αργότερα αποτέλεσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1309, οπότε και κατακτήθηκε από τους Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου, που εκτιμώντας την προνομιακή θέση του νησιού, το ώθησαν σε μια μακρά περίοδο ευημερίας, που συνδέεται με την ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυσιπλοϊας, της σπογγαλιείας και της ναυπηγικής τέχνης .
Το 1522 πέρασε στα χέρια των Τούρκων. Η Σύμη την περίοδο αυτή όμως κατείχε σημαντικά εμπορικά και φορολογικά προνόμια και ελευθερίες θρησκευτικής και γλωσσικής έκφρασης.
Οι κάτοικοι της Σύμης, με το στόλο τους, πήραν ενεργά μέρος στην Επανάσταση του 1821. Οι Σύμιοι ζήτησαν από τον Κυβερνήτη Καποδίστρια με υπόμνημά τους στις 27 Ιουλίου 1829 την απελευθέρωσή τους και τη συμπερίληψη του νησιού τους μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους. Αίτημα που επανέλαβαν διά του Συμιακού ιερομόναχου Βενέδικτου από τη Ρωσική μονή του Αγίου Όρους του Αγίου Παντελεήμονα, ο οποίος συνέταξε προσωπική παρακλητική επιστολή προς τον νέο Κυβερνήτη. Όμως παρά τη μεγάλη προσπάθεια, η Σύμη βρέθηκε ξανά κάτω από την τουρκική κυριαρχία, το 1832. Η κατοχή κράτησε μέχρι το 1912, χρονιά κατά την οποία το νησί πέρασε στα χέρια των Ιταλών. Η ιταλική κατοχή ήταν ιδιαίτερα σκληρή για τους κατοίκους, οι οποίοι γνώρισαν χρόνια μεγάλης φτώχειας. Η Ιταλική κυριαρχία έληξε το 1943 χωρίς όμως να τελειώσουν και τα δεινά του νησιού που, πολλές φορές άλλαξε χέρια μεταξύ Άγγλων και Γερμανών. Οριστικά περιήλθε στα χέρια των Άγγλων στις 25 Σεπτεμβρίου 1944. Την 8η Μαΐου 1945 ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής της Δωδεκανήσου Όττο Βάγκνερ υπέγραψε το Πρωτόκολλο Παράδοσης της Δωδεκανήσου στους συμμάχους. Παρόντες ήταν ο Άγγλος Ταξίαρχος Μόφατ, o διοικητής του Ιερού λόχου Τσιγάντες, ένας Ινδός και ένας Γάλλος αξιωματικός. Οι Γερμανοί ήθελαν να γίνει η παράδοση των νησιών στους Έλληνες, όμως αυτό δεν το αποδέχθηκαν οι Άγγλοι, οι οποίοι αργότερα επεδίωξαν να κάνουν τα νησιά επαρχία της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Την 31η Μαρτίου 1947 υπεγράφη το Πρωτόκολλο Παράδοσης στην Ελλάδα και η Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση παρέδωσε καθήκοντα στην Ελληνική Διοίκηση. Η οριστική ενσωμάτωση και παράδοση των Δωδεκανήσων στη μητέρα Ελλάδα σημειώθηκε στις 7 Μαρτίου 1948.