Κοινωνικά

ΙΑΣΟΜΕΛΑ……

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Ο Ιάσονας και η Μελίνα. Ζούσαν σε διαφορετικές πόλεις μα είχαν τις ίδιες ζωές. Δεν ήταν η πόλη τους φιλόξενη, μήδε και το σπίτι τους. Είχαν νιώσει από νωρίς πώς είναι να μην έχεις μέρος να σταθείς . Έψαχναν πατρίδες σε άγνωστα μέρη, άλλος στη θάλασσα, άλλος στο βουνό. Δεν το ήξεραν μα κάθε φορά που η Μελίνα ευχόταν κάτι απ’ το βουνό, η ευχή έπεφτε στη θάλασσα που μέσα της κολυμπούσε ο όμορφος Ιάσονας. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον από τόσο μακριά χωρίς καν να το ξέρουν. Το έβλεπαν μόνο τ’ αστέρια που έπεφταν το βράδυ, αυτά διέκριναν εύκολα όλα τα ουράνια τόξα που ένωναν τους δύο μα δε μπορούσαν σε κανέναν να το μαρτυρήσουν.

Μια μέρα αποφάσισαν να βγουν από τη βολική τους μοναξιά κι ο ένας ν’ ανέβει το βουνό ενώ ο άλλος να κατέβει στη θάλασσα. Τολμηρό και για τους δύο γιατί πλέον είχαν μάθει να μη νιώθουν μόνοι, είχαν μάθει να ζουν με ότι είχαν, ευγνώμονες για ότι ήταν αυτό.

Ώσπου μια μέρα… Βρέθηκαν σ’ ένα τρένο. Ο ένας αντίκρυ στον άλλον. Ο ένας κοίταζε τη θέα προς τη γη, ο άλλος προς τον ουρανό από το παράθυρο. Έτσι κάπως, όπως αγκαλιάζει το πράσινο το γαλάζιο, ή το καφέ το πορτοκαλί. Κοιτούσαν από άλλη μεριά του τρένου μα έβλεπαν το ίδιο πράγμα. Έβλεπαν και οι δύο τη χαμένη τους πατρίδα, εκείνη που είχαν βαθιά απολέσει με πόνο. Εκείνη τη πατρίδα που δεν τους χώρεσε ποτέ γιατί ήταν φτιαγμένοι οι ίδιοι για πολλά, πάμπολλα. Και ξέρετε, οι άνθρωποι τρομάζουν με τα πολλά. Βάζουν ουρά στα σκέλια. Είδαν τη θέα απ’ το παράθυρο ανάποδα, είδαν πατρίδες ονειρεμένες, είδαν ολάκερο τον κόσμο ξανά απ’ την αρχή μα πιο πολύ απ’ όλα, ο Ιάσονας κι η Μελίνα, είδαν επιτέλους ο ένας τον άλλον.

Εκεί, είδαν όλα τα ουράνια τόξα που ψιθύρισαν τόσο καιρό μυστικά τις ευχές τους. Είχαν πραγματοποιηθεί ολες. ΙΑΣΟΜΕΛΑ… Βρήκε πατρίδα επιτέλους… ΣΣΣσσσσσσς…. Συνεχίστε το μυστικό, ακούνε τους πάντες τα άστρα…Μη μιλάτε για να σας ακούσουν…Σσσσς….
(Ιασομέλα…)