Δεν φοβάμαι τον θάνατο επειδή έχω ήδη πάρει γεύση παραδείσου κι εκεί δεν πεθαίνει κανείς. Δεν τον φοβάμαι γιατί είναι στενόμυαλος μα εγώ τον ξεπερνώ γιατί έγινα μάνα κι έδωσα μακρόπνοη ζωή. Δεν φοβάμαι κανέναν που έκλεισε τα μάτια του πρόωρα, γιατί άλλα είναι τα ρολόγια του Θεού κι άλλα τα χρονόμετρα των ανθρώπων.
Δεν θα βγάλεις άκρη ποτέ αναμετριόμενος με Θεό. Δεν φοβάμαι τον θάνατο γιατί είναι συγκεκριμένος και βαρετός, ενώ εγώ είμαι απρόβλεπτη, θεότρελη κι άκρως ενδιαφέρουσα. Δεν τον φοβάμαι γιατί η ψυχή δεν ξέρει να κοιμάται, ούτε να κάθεται σε καναπέ, είναι αεικίνητη και περιφέρεται παντού σαν νεράιδα ο,τι κι αν απογίνει το σώμα.
Δεν φοβάμαι τον θάνατο όχι γιατί είμαι νέα, μα γιατί νομίζει πως είμαι νέα ενώ εγώ ήδη μετρώ αιώνες ζωής σε ό,τι νιώθω στη μία μου μόνο παλάμη. Δεν φοβάμαι το θάνατο γιατί δεν μπορεί, δεν υπάρχει το μηδέν σε τίποτα, αν ζουν και τα σκουλήκια πόσο μάλλον εγώ, που έχω εικόνα Θεού πριν καν γεννηθώ.
Δε φοβάμαι το Θάνατο όχι γιατί έχω άγνοια κινδύνου, όχι γιατί το παίζω φιλόσοφος αλλά γιατί ξέρω να διακρίνω αληθινό θάνατο από πλασματικό. Δεν τον φοβάμαι γιατί υπέγραφα εγγυήτρια αιώνιας ζωής κάθε φορά που πόνεσα για κάποιον που πόνεσε, κάθε φορά που ζήτησα αγάπη και έδωσα, έφερα αλήθεια και θάρρος στο τραπέζι, κάθε φορά που φαντασιώθηκα ουρανούς αντί για Άδη.
Δεν τον φοβάμαι, αλήθεια σας το λέω, αν πας σε κοιμητήριο και προσέξεις πολύ, θα δεις… Πιο πολλοί νεκροί περπατούν στη γη παρά κοίτωνται μέσα της. Δεν φοβάμαι κι ας μη με πιστεύει κανείς…