ΕΦΥΓΕΣ! Έμοιαζε σαν εγκατάλειψη από ανίατη ασθένεια. Έμεινα μόνη με τη νόσο, μπήκα στην εντατική, εγχειρίστηκα χωρίς αναισθησία, χειρουργοί να ψιθυρίζουν για μένα στο τραπέζι, γιατροί μου όλοι οι φόβοι μα και κείνο το νυστέρι. Ανάξιοι γιατροί, αβοήθητοι μες στη δική τους ασθένεια, ψιθυρίζοντας τη δική τους μειονεξία, μεταμφιέζοντας την σε επιστημοσύνη πάνω από τα αυτιά μου, μύωπες στα όργανα των άλλων κι όμως σε θέση ισχυρή, περίοπτη, ικανή να καθορίσουν ζωή και θάνατο για την ασθενή.
ΒΓΗΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΚΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΕΧΑΣΑ ΤΗΝ ΑΡΡΩΣΤΕΙΑ. Άνθρωποι που ξέρουν για εμάς ΧΩΡΙΣ ΕΜΑΣ. Απώλεσα τη νόσο σαν το χαρτί, που αποκόβεται εύκολα από χιλιο-φθαρμένη σελίδα, σαν το φελλό που αναπόφευκτα πια δεν μπορείς να βάλεις πίσω στο κρασί.
ΒΓΗΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΑΤΙΚΗ και είμαι ακόμα ζωντανή. Έδιναν στοίχημα για τη ζωή και το θάνατο μου μα ‘γώ τους έβγαλα ψεύτες. Κατέδυσα στα άβατα της ψυχής, στα άδυτα της χρωστούμενης μου νιότης, ένιωσα τη στειρότητα στα γέλια και την απελπισία εις βάρος μου κι όμως επέπλευσα ξανά… Ίσως για πρώτη φορά… Ποιος ξέρει; Πάντως δεν έμεινα στην εντατική. Πήρα τα ματωμένα ρούχα που φορούσα από πριν, τα φόρεσα ξανά και είπα «αντίο». Με ήθελαν ακόμα εκεί, στο δικό τους εγχειρητικό τραπέζι, αυτό το δικό τους νεκροκρέβατο, στη δική τους εστία μόλυνσης κι οπτασίας. Όλες οι οφθαλμαπάτες του κόσμου, ζώσες σε μένα, γνώριμες φιγούρες φαντασμάτων. Μήπως η δική μου ψυχή όφειλε να έχει σιγαστήρα; Ποιος θα εγχειριζόταν μα δε θα έβγαζε κραυγή μετά;
ΕΦΥΓΕΣ! Ποιος αφήνει τον ασθενή στη μέση της εγχείρισης επειδή ένιωσε μια ενόχληση στο δικό του στομάχι; Οι λέξεις σου έγιναν άψυχες, ετοιμόρροπες μαριονέτες, σαν τις κούκλες από πορσελάνη δε μπορείς ούτε ν’αγγίξεις γιατί φέρουν κάτι από φρίκη, σαν κέρινα ομοιώματα που μοιάζουν σαν κάτι μα ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ. Όχι λοιπόν, δεν θα ζήσω σαν κέρινο ομοίωμα, δεν ανήκω σε ψυγείο για νεκρούς, μπήκα στην εντατική για να ζήσω όχι για να πεθάνω.
ΕΦΥΓΕΣ μα εγώ ακόμα αναρωτιέμαι…Πόσες φορές επιλέγουμε συντρόφους όχι από αγάπη κι αλήθεια, μα από ένα άρρωστο κι ελλιπές «εγώ» που διψά για τη γοητεία της ψεύτο-ασφάλειας όπως εγώ ακριβοθωρούσα στο δικό σου τραπέζι; Πόσο ψεύτικο είναι να μηρυκάζεις τον ίδιο σου εαυτό και μάλιστα αυτόν που θέλεις να ξεχάσεις, να θεραπεύσεις ή να αποποιηθείς; Βρίσκεις ανθρώπους να στον αναδείξουν, να στον στολίσουν με πλαστικές επιγραφές, με κοσμήματα μιας χρήσης για να συνεχίσεις να υπνοβατείς και να νιώθεις ότι ζεις μέσα από τα όνειρα που εντυπωσιάζουν μα δεν έχουν ανάσα. Μα ξέρεις ότι είσαι υπνοβάτης. Είναι ο άλλος σου εαυτός. Αυτός που ξέρει για σένα, κάποιοι Τον είπαν και Θεό, δεν διαφωνώ. Έτσι κι εγώ, μέσα μου υπνοβατούσα, μυημένη στη βρεφική μου φοβία για εγκατάλειψη, στην αρχέγονη κι αέναη αναζήτηση για αγάπη και ζέση.
ΕΦΥΓΕΣ και σ’αφησα να φύγεις. Όχι δεν έχω τύψεις. Μακρυά από μένα τα παραισθησιογόνα μηνύματα από τους ζωντανούς τυλιγμένους σε νεκροσέντονα που τρέμουν την αγάπη. Εγώ, ακόμα και μες στην απελπισία μου, ακόμα και μες στην δική μου βουβή νόσο ενός ασήκωτου «εγώ» που υπνοβατεί, ήξερα να πονάω….
ΕΝΩ ΕΣΥ, ΕΦΥΓΕΣ…